- ψευδοσυγγραφεύς
- -έως, ὁ, Μάτομο που γράφει ψέματα και τά παρουσιάζει ως αλήθειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + συγγραφεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδοσυγγραφώ — έω, Μ [ψευδοσυγγραφεύς] γράφω ψέματα … Dictionary of Greek